- περίφαντος
- -ον, Α [περιφαίνομαι]1. περιφανής, καταφανής, ολοφάνερος2. επιφανής, ονομαστός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίφαντος — too plainly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περίφαντος — Περίφας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίφαντον — περίφαντος too plainly masc/fem acc sg περίφαντος too plainly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίφαντα — περίφαντος too plainly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)